ανθρακώνω

ανθρακώνω
(Α ἀνθρακοῡμαι, -όομαι)
νεοελλ.
1. απανθρακώνω, αποτεφρώνω, μεταβάλλω σε κάρβουνο
2. εμπλουτίζω με άνθρακα
αρχ.
παθ.
1. γίνομαι κάρβουνο ή στάχτη
2. Ιατρ. πάσχω από άνθρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”